υρκανικός

υρκανικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Υρκανία ή στους Υρκανούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ὑρκανία < αρχ. περσ. Varkana «χώρα τών λύκων», περιοχή στα νοτιοανατολικά τής Κασπίας Θάλασσας, περιοχή που αποτελούσε τμήμα τών αυτοκρατοριών τών Μήδων, τών Αχαιμενιδών, τών Σελευκιδών και τών Πάρθων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υρκάνιος — α, ο / ὑρκάνιος, ία, ον, ΝΑ, και ιων. τ. θηλ. ίη Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Υρκανία ή στους Υρκανούς, υρκανικός 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο Υρκάνιος, η Υρκάνια και Ὑρκάνιος και Ὑρκανία ο Υρκανός 3. φρ. «Υρκάνιο(ν) πεδίο(ν)» πεδινή… …   Dictionary of Greek

  • Υρκανίς — ίδος, ἡ, Α φρ. «Ὑρκανὶς λίμνη» η Κασπία Θάλασσα (Στοβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὑρκανία, βλ. λ. υρκανικός] …   Dictionary of Greek

  • Υρκανός — ο, θηλ. Υρκανή / Ὑρκανός, θηλ. Ὑρκανή, ΝΜΑ ο κάτοικος τής Υρκανίας, αλλ. Υρκάνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὑρκανία, βλ. λ. υρκανικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”