- υρκανικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Υρκανία ή στους Υρκανούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ὑρκανία < αρχ. περσ. Varkana «χώρα τών λύκων», περιοχή στα νοτιοανατολικά τής Κασπίας Θάλασσας, περιοχή που αποτελούσε τμήμα τών αυτοκρατοριών τών Μήδων, τών Αχαιμενιδών, τών Σελευκιδών και τών Πάρθων].
Dictionary of Greek. 2013.